σουρώνω — σουρώνω, σούρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σουρώνω — Ν 1. στραγγίζω («σουρώνω τα μακαρόνια») 2. (σχετικά με ύφασμα) σχηματίζω πιέτες, πτυχώνω 3. (αμτβ.) ζαρώνω («σούρωσε το φόρεμα και θέλει σιδέρωμα») 4. μτφ. α) πίνω υπερβολικά, μεθοκοπώ β) εξασθενώ, αδυνατίζω 5. (η μτχ. παθ. παρακμ.) σουρωμένος, η … Dictionary of Greek
σειρώνω — σειρῶ, όω, ΝΑ στραγγίζω, σουρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σείριος (βλ. και λ. σουρώνω)] … Dictionary of Greek
διασταλάσσω — και διασταλάττω (Α) στραγγίζω, σουρώνω … Dictionary of Greek
διυλίζω — (AM διυλίζω) 1. καθαρίζω ένα υγρό από τις τυχόν ξένες ουσίες, σουρώνω, στραγγίζω 2. φρ. «οἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες» αυτοί που λεπτολογούν τα ασήμαντα και παραβλέπουν τα σπουδαία αρχ. καθαρίζω οτιδήποτε από τις ξένες… … Dictionary of Greek
εξηθώ — ἐηθῶ, έω (Α) [ηθώ] διυλίζω, σουρώνω … Dictionary of Greek
ηθώ — (Α ἠθῶ, έω και σπάν. τ. ἤθω) διηθώ, διυλίζω, στραγγίζω, σουρώνω, φιλτράρω αρχ. 1. παθ. ἠθοῡμαι, έομαι στραγγίζομαι, διυλίζομαι, καθαρίζομαι, φιλτράρομαι 2. μτφ. αφήνω κάτι να περάσει, να διέλθει («ἐκ τετρημένης [τὴν ῥῆσιν] ἠθεῑ» τήν αφήνει να… … Dictionary of Greek
ικμάζω — ἰκμάζω (Α) [ικμάς] 1. ικμαίνω* 2. διηθώ, σουρώνω 3. εξατμίζω την υγρασία, καταξεραίνω … Dictionary of Greek
κατικμάζω — (Α) κάνω κάτι να στάζει, αφήνω να πέφτει σε σταγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἰκμάζω «σουρώνω»] … Dictionary of Greek
παρηθώ — έω, Α στραγγίζω, σουρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἠθῶ «διυλίζω, στραγγίζω»] … Dictionary of Greek